- μπενζίνα
- και μπεζίνα, η1. βενζίνη2. βενζινοκίνητο πλοιάριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. benzine (βλ. λ. βενζίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπενζίνα — η (λ. γαλλ.) 1. η βενζίνη (βλ. λ.). 2. βενζινοκίνητο μικρό πλεούμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)